βουκολικός

βουκολικός
-ή, -ό
1. αυτός που αναφέρεται ή αρμόζει σε βουκόλους, σε ποιμένες, ο ποιμενικός: Γραφικό βουκολικό τοπίο.
2. φρ., «βουκολική ποίηση», ποίηση που αντλεί τα θέματα της από τη ζωή των βοσκών.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • βουκολικός — rustic masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βουκολικός — ή, ό (AM βουκολικός, ή, όν) [βουκόλος] 1. αγροτικός, ποιμενικός 2. είδος της λυρικής ποίησης με κυριότερο εκπρόσωπο τον Θεόκριτο («βουκολικὴ ποίηση», «βουκολικὴ ἀοιδά», «βουκολικὰ ἔπη») 3. Βουκολικά, τα συλλογή δέκα ποιημάτων του Βεργιλίου 4. φρ …   Dictionary of Greek

  • βουκολικά — βουκολικός rustic neut nom/voc/acc pl βουκολικά̱ , βουκολικός rustic fem nom/voc/acc dual βουκολικά̱ , βουκολικός rustic fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βουκολικῶν — βουκολικός rustic fem gen pl βουκολικός rustic masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βουκολικόν — βουκολικός rustic masc acc sg βουκολικός rustic neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βουκολικαί — βουκολικός rustic fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βουκολικοῖς — βουκολικός rustic masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βουκολικοῦ — βουκολικός rustic masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βουκολικούς — βουκολικός rustic masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βουκολικᾶς — βουκολικός rustic fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”